- σκοπός
- Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.).
* * *(I)ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Αφρουρόςνεοελλ.στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη σκοπιά, από την οποία φυλάσσει έναν ορισμένο τομέα στρατιωτικής εγκατάστασης, όπως, λ.χ., στρατοπέδου, κτηρίου, αποθήκης, μόνιμης ή προσωρινής, ἡ, σε καιρό πολέμου, στρατιωτικής διάταξηςαρχ.1. άτομο που επιβλέπει και επισκοπεί, παρατηρητής2. επιστάτης οίκου, οικονόμος3. φρουρός κατά την διάρκεια πολέμου, που επόπτευε τον γύρω χώρο από ένα ψηλό σημείο4. (για θεούς και βασιλείς) φύλακας, προστάτης, ανώτατος επόπτης («εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θυατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν», Πίνδ.)5. (ειδικά) ο αφέντης που επιβλέπει άγρυπνα («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῡμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾱσιν σκοποί», Σοφ.)6. ανιχνευτής («σκοποὺς και κατοπτῆρας ἔπεμψα», ΑΙσχυλ.)7. αγγελιαφόρος8. (με αρνητ. σημ.) άτομο που παρακολουθεί κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- τού σκέπτομαι*. Η σημ. τής λ. σκοπός (Ι) είναι ενεργητική αναφορικά προς τη σημ. τού σκοπός* (ΙΙ) (βλ. και λ. σκέπτομαι)].————————(II)ο, ΝΜΑ1. σημείο ή αντικείμενο στο οποίο προσηλώνει κανείς τη ματιά του και, κυρίως, σημείο βολής, στόχος, σημάδι (α. «επί σκοπόν»[στρ. παράγγελμα] σκοπεύσατεβ. «πάντες ὥστε τοξόται σκοποῡ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῡδε», Σοφ.)2. μτφ. εκείνο στο οποίο αποβλέπει κανείς, βλέψη, πρόθεση, επιδίωξη (α. «αγωνιζόμαστε για έναν ιερό σκοπό, την ελευθερία» β. «ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῡ», Αθανάσ.)νεοελλ.1. μελωδία («έπαιξε έναν όμορφο σκοπό» β. «το σύθεμα τού τραγουδιού και τού σκοπού η γλυκότη», Ερωτόκρ.)2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» — τελικός σκοπός μιας ενέργειαςβ) «από σκοπού» — σκόπιμα, επίτηδεςγ) «έχω σκοπό να...» — προτίθεμαι, σκοπεύω να...δ) «δεν τό 'χω σκοπό να...» — δεν είμαι διατεθειμένος να...ε) «έχω καλό σκοπό» — σκέπτομαι με τίμιο τρόπο, έχω καλές προθέσειςστ) «ο σκοπός αγιάζει [ή δεν αγιάζει] τα μέσα» — για την επίτευξη ενός καλού και υψηλού σκοπού μπορούν [ή δεν μπορούν] να χρησιμοποιηθούν οποιαδήποτε μέσαζ) «σκοπός βολής»στρ. τεχνητός στόχος που χρησιμοποιείται κατά την εκπαίδευση στη σκοποβολήμσν.-αρχ.σημασία, νόημα («α. «εἰ... τὸν... σκοπὸν τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὡς ἄγκυραν τῆς πίστεως ἐπεγίνωσκον», Αθανάσ.β. «ἄνευ τῆς εὑρέσεως τοῡ σκοποῡ οὐκ ὠφελεῑ ἡ γραφή», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. δοκιμασία, βάσανος («οὐ δι' ἁμαρτίας ἐστίν, ἀλλὰ δι' ἀγῶνα καὶ σκοπὸν ἀνδρείας», Δίδ. Αλ.)2. αγώνας σκοποβολής3. είδος χορού4. φρ. α) «ἐπὶ σκοπὸν βάλλω» — σημαδεύωβ) «ἐπὶ τῷ πρώτῳ σκοπῷ»ιατρ. με συνένωση τών χειλέων τού τραύματοςγ) «κατά δεύτερον σκοπόν»ιατρ. με σαρκοφυΐα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- τού σκέπτομαι* με παθητική σημ., πρβλ. σκοπός (Ι) (βλ. και λ. σκέπτομαι)].————————(III)ο, Νζωολ. γένος παρυδάτιων πελαγόμορφων πτηνών, το μοναδικό τής οικογένειας σκοπίδες και με ένα μόνο είδος, που απαντά στην Αφρική, νότια τής Σαχάρας, στη Μαδαγασκάρη και στη νοτιοδυτική Αραβία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. scopus < σκοπός].
Dictionary of Greek. 2013.